πρόρριζος

πρόρριζος
-η, -ο / πρόρριζος, -ον, ΝΑ
1. (για φυτά) αυτός που αποσπάστηκε μαζί με τη ρίζα του, σύρριζος
2. μτφ. αυτός που εκδιώχθηκε ολοκληρωτικά από κάπου (α. «ο μικρασιατικός ελληνισμός πρόρριζος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του» β. «Ζεύς σε... πρόρριζον ἐκτρίψειεν», Ευρ.)
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) πρόρριζον
άρδην, παντελώς.
επίρρ...
πρόρριζα Ν
1. με όλες τις ρίζες, σύρριζα
2. μτφ. ολοσχερώς, ολοκληρωτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -ρριζος (< ῥίζα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρόρριζος — by the roots masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόρριζον — πρόρριζος by the roots masc/fem acc sg πρόρριζος by the roots neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προρρίζοις — πρόρριζος by the roots masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προρρίζου — πρόρριζος by the roots masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προρρίζους — πρόρριζος by the roots masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόρριζα — πρόρριζος by the roots neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόρριζοι — πρόρριζος by the roots masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • AMASIS II — ex gregario milite, Aprie ut Herodot. Pardamide, ut Athen. l. 15. Rege occisô, Rex Aegypti celebris. Turbatis enim Babyloniorum, sub quorum fide a Nabuchodonosori rempore Aegypti Reges fuerant, rebus et inclinatâ corum fortunâ, Aegyptus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… …   Dictionary of Greek

  • γλαύκος — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”